-
1 πολύκλυστος
πολῠ-κλυστος, ον,A much-dashing, stormy,πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ Od.4.354
, 6.204, Hes.Th. 189, cf. Pancrat.Oxy. 1085.13.II [voice] Pass., washed by many a wave,πολυκλύστῳ ἐνὶ Κύπρῳ Hes.Th. 199
;φάραγγες Ὄσσης A.R.1.597
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύκλυστος
См. также в других словарях:
πολύκλυστος — ον, Α (επικ. τ.) 1. αυτός που κατακλύζει πολύ, που περιβρέχει πολύ, τρικυμιώδης («νῆσος ἔπειτά τις ἔστι πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που κατακλύζεται πολύ, που περιβρέχεται πολύ από τα κύματα («πολυκλύστῳ ἐνί Κύπρῳ», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek